- σφενδονοειδής
- σφενδονο-ειδής, ές, schleuderförmig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφενδονοειδής — ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με σφεντόνα κατά το σχήμα («σφενδονοειδής σύνδεσμος» σύνδεσμος που εκφύεται από τη λευκή γραμμή και αποσχίζεται σε δύο πέταλα τα οποία περιβάλλουν από τα πλάγια το πέος) νεοελλ. φρ. «σφενδονοειδές θερμόμετρο» (μετεωρ.)… … Dictionary of Greek
σφενδονοειδῆ — σφενδονοειδής sling shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σφενδονοειδής sling shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σφενδονοειδής sling shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονοειδές — σφενδονοειδής sling shaped masc/fem voc sg σφενδονοειδής sling shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek